μειόφρων

μειόφρων
μειόφρων, ονος, , , ([etym.] φρήν)
A thoughtless, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μειόφρων — μειόφρων, ονος, ὁ και ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐλαφρός, καὶ ἐλάττων φρενῶν, παράμωρος». [ΕΤΥΜΟΛ. < μεῖον (βλ. λ. μείων) + φρων (< θ. φρεν , πρβλ. φρην, φρενός), πρβλ. μεγαλό φρων] …   Dictionary of Greek

  • μειόφρων — thoughtless masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μείων — ον (ΑM μείων, ον, Α και σπαν. μειότερος, τέρα, τερον) (ανώμ. συγκρ. τού μικρός ή ολίγος) νεοελλ. μαθ. (το ουδ.) μείον το σημείο τής αφαίρεσης, που παριστάνεται με το σύμβολο , αλλ. πλην αρχ. μσν. 1. μικρότερος ή λιγότερος («μειόνων επαίνων»,… …   Dictionary of Greek

  • φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”